τρομοκράτισσα

τρομοκράτισσα
η, Ν
βλ. τρομοκράτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρομοκράτης — ο, θηλ. τρομοκράτισσα, Ν 1. αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να αποσπάσει κάτι με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας 2. μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”